ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΙΔΙΩΜΑΤΟΣ ΑΠΌ ΤΟ ΔΗΜΟ ΣΕΛΛΑΝΩΝ
Οι μαθητές της Α΄ τάξης του Γυμνασίου Προαστίου, στα πλαίσια προγράμματος Πολιτιστικών Θεμάτων, δημιουργούν ένα λεξικό παραδοσιακού γλωσσικού ιδιώματος του Δήμου Σελλάνων Καρδίτσας
Προβολή του λεξικού χρησιμοποιώντας αυτό το ευρετήριο
Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Υ | Φ | Χ | Ψ | Ω | ΟΛΑ
Ταξινομημένα προς το παρόν Όνομα (αύξουσα) Ταξινόμηση κατά: Επώνυμο | Όνομα
άγανατα κόκκαλα από το ψάρι |
αγανάξεκουράστηκε,βαρέθηκε,αυτος που δεν αντέχει άλλο
|
αντραλήσκεζαλήστηκε |
αποβλακώθηκεαυτός που κάθεται στον ίδιο χώρο κλεισμένος για πολλη ώρα και δεν βγαίνει έξω |
αχυρώνααποθήκη |
βούλωμακαπάκι |
γκαλιαγκδάςαυτός που γελάει πολύ |
γκαμπηνέςτουαλέτα |
γκουρλώθηκεπνίγηκε |
γραπατσώθκεκρατήθηκε απο κάπου,πιάστηκε απο κάπου |
δημοσιάδρόμος |
είναι ντίρλαεχει μεθήσει απο το ποτό |
καλπαζιάσφαλιάρα |
κατσιούλιασκούφα |
κοπάναβρύση |
κοπανάειχτυπάει |
κότσιαστράγαλος |
κουντόπουκαμισο |
λαβίδακουτάλι |
λαήνιμπουκαλι |
λακιάλακούβα |
λελέκιλεπτός |
λέραβρομιά |
λήβαςπολλη ζεστη |
λολάφορά |
λοντάδωμάτια |
μαντράχαλοςμεγάλος άντρας |
μαστραπάποτήρι |
μια βολάμια φορά |
μισάλιτραπεζομάντιλο |
ναρκώθκεκοιμήθηκε |
νησκόςαυτος που δεν εχει φάει τίποτα |
ντερληκώνειτρώει |
ντερληκώνητρώει πολύ |
ντράγκανοξερό,σκληρό |
ξιούραςαυτός που δεν ξέρει τίποτα |
πελέκιτσεκούρι |
πομόναμηχανή που φέρνει νερό στα χωράφια |
πορτοξλιάπόρτα |
ρέτζελοάχρηστο ρούχο |
σαμπρέλαλάστιχο του ποδηλάτου |
σαράβαλοχαλασμένο |
σβάρναεργαλείο που όργωναν τα χωράφια |
σιμάκοντά |
σοκάκιστενό δρομάκι |
στραβόξλοπηραχτήρης,σπαστικός |
συλογιάζεισκέφτεται |
συντρόφιανδρικό εσωρουχο |
σφουγκάεικαθαρίζει |
τα ροκάντσιετα χάλασε |
τίγκαγεμάτο ως πάνω |
τρουβάςμάλλινο σακί |
τσακατίζομαινευριάζομαι |
τσανάκιαπιατα |
τσαφούτηςαυτός που δεν έχει δόντια |
τσόλικουβερτάλι |
φισίγκισφαίρα απο καραμπίνα |
φουκαλίζεισκουπίζει |
χουηάζειφωνάζει |
χουστφτιαρι |