Το λεξικό της ελιάς

Πράσινες ελιές

Όροι σχετικοί με την ελιά και το λάδι.


Προβολή του λεξικού χρησιμοποιώντας αυτό το ευρετήριο

Ειδικά | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Υ | Φ | Χ | Ψ | Ω | ΟΛΑ

Σελίδα:  1  2  3  (Επόμενο)
ΟΛΑ

Λ

Λαδάδικο

Το κατάστημα που πουλιέται το λάδι.

Λαδέμπορος

Έμπορος λαδιού.

Λαδερό

Μικρό δοχείο λαδιού.

Λαδερός

Φτιαγμένος με λάδι.

Λαδής

Αυτός που έχει το χρώμα του λαδιού.

Λαδιά

Λεκές από λάδι.

Λαδικό

Ελαιοδοχείο.

Λαδίλα

Μυρωδιά λαδιού.

Λαδόκολλα

Ειδικό αντικολλητικό χαρτί, ανθεκτικό σε υψηλές θερμοκρασίες. Χρησιμοποιείται αρκετά στη μαγειρική.

Λαδολέμονο

Σάλτσα για σαλάτες και ψητά, κατασκευασμένη με λάδι και λεμόνι.

Λαδόπανο

Το πανί με το οποίο περιτυλίγεται το βρέφος μετά τη βάφτιση.

Λαδορίγανη

Τρόπος μαγειρέματος στον οποίο κυριαρχεί το λάδι και η ρίγανη.

Λαδόψωμο

Ψωμί ζυμωμένο με αρκετό λάδι.

Λάδωμα

Η επάλειψη με λάδι.

Λαδώνω

Αλείφω με λάδι.

Λαδωτήρι

Συσκευή με την οποία λαδώνουμε διάφορα πράγματα.

Λίμπες

Δεξαμενές όπου τοποθετούν το λάδι στο ελαιοτριβείο.

Λιόκλαδο

Κλαδί ελιάς.

Λιοστάσι

Ο ελαιώνας.

Λιοτόπι

Τόπος γεμάτος ελαιόδεντρα.

Λιοτρίβι

Το ελαιοτριβείο.

Λιόψωμο

Ψωμί ζυμωμένο με ελιές.

Σελίδα:  1  2  3  (Επόμενο)
ΟΛΑ