Παγκόσμια ημέρα παιδικού βιβλίου

Γράψτε όλοι ένα μικρό απόσπασμα από ένα αγαπημένο σας βιβλίο. Μη ξεχάσετε να αναφέρετε τον τίτλο του βιβλίου και το όνομα του συγγραφέα.heart Αν μπορείτε να προσθέσετε και το εξώφυλλο του βιβλίου ως εικόνα, ακόμα καλύτερα. Αν δε μπορείτε, δεν πειράζει!!χαμόγελο

Μη σβήνετε αυτά που γράφουν οι συμμαθητές σας. Πατήστε edit και ξεκινήστε να γράφετε.

Ημέρα παιδικού βιβλίου

Ο Ροβινσώνας Κρούσος          

Daniel Defoe

Μετά την εξόρμηση μου στο ναυαγισμένο πλοίο, συνέχισα να ζω με τον συνηθισμένο τρόπο, δουλεύοντας καθημερινά και κάνοντας όλα όσα εξασφάλιζαν την επιβίωσή μου. Είχα βρει βέβαια αρκετά χρήματα και χρυσάφι, αλλά δεν μου χρησίμευαν στο παραμικρό, αφού δεν μπορούσαν να αλλάξουν την ζωή μου.

Μια νύχτα, στη διάρκεια της περιόδου των βροχών, κι ενώ η βροχή έπεφτε με ασυνήθιστη ένταση, βρισκόμουν ξαπλωμένος με όλη μου την άνεση στην αιώρα μου, αλλά δεν κατάφερνα να κοιμηθώ. Δεν ήμουν άρρωστος, δεν πονούσα πουθενά, ωστόσο δε σφάλιζε τα βλέφαρά μου ο ύπνος.

Χιλιάδες αναμνήσεις κατέκλυζαν το μυαλό μου. Η ζωή μου ολόκληρη έκανε, θαρρείς, παρέλαση μπροστά από τα μάτια μου. Τα νεανικά μου χρόνια στην Αγγλία μέχρι την ημέρα που μπαρκάρισα, το ταξίδι μου στη Γουινέα, η περίοδος της αιχμαλωσίας μου από τους Μαυριτανούς πειρατές και η απόδραση  μου, η εποχή που πέρασα στη φυτεία μου στη Βραζιλία ως τη στιγμή που την άφησα πίσω μου, όλα ξαναζωντάνεψαν ολοκάθαρα στην μνήμη μου.

Κατόπιν σειρά είχαν όλα αυτά τα χρόνια που ζούσα στο νησί. Θυμήθηκα τους φόβους του πρώτου καιρού, τα πολυάριθμα εμπόδια που συνάντησα, τη δυσκολία μου να αποκτήσω την ηρεμία που τόσο λαχταρούσα, τον τρόμο που με κυρίεψε όταν ανακάλυψα το ανθρώπινο χνάρι μετά από μια τόσο μακριά περίοδο μοναξιάς και, το χειρότερο, την φρίκη μου όταν πρωταντίκρισα τους άγριους και τις ανόσιες τελετουργίες τους(B.K.)

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Σκληρό καρύδι, Ελένη Σβορώνου

Πεθάναμε από το φόβο μας! Παράξενο.Γιατί αυτό σίγουρα δεν είναι πιο φοβιστικό από τις  εκρήξεις και τις βόμβες και τους νεκρούς παντού.(Σ.Γ.)

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Μια σειρά από ατυχή γεγονότα- Η κακή αρχή , Λεμονι  Σνικετ 

Το αυτοκίνητο απομακρυνόταν όλο και περισσότερο μέχρι που η δικαστής έγινε μια μαύρη κηλίδα μέσα στο σκοτάδι. Τα παιδιά ήξεραν ότι κινούνταν προς μια αποκλίνουσα - που στην προκειμένη περίπτωση σημαίνει "εντελώς λανθασμένη και γεμάτη πόνο" - κατεύθυνση.(Α.Μ)

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

https://www.e-shop.gr/images/BKS/BIG/BKS.0313860.jpg

Μια σειρά από ατυχή γεγονότα "Tο εργοστάσιο της συμφοράς" Συγγραφέας: Λέμονι  Σνίκετ
 
Είναι το πιο ατυχές βιβλίο: ο κύριος Πόε στέλνει τη Βιολετ και τον Κλάους Ουτιδανούπολη για να δουλέψουν σε ένα εργοστάσιο επεξεργασίας ξυλείας  και εκεί γίνονται οι πολλές  ατυχίες!!! (Κ.Κ.)
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ο γέρος και η θάλασσα ebooks.gr Ο γέρος και η θάλασσα, Έρνεστ Χέμινγκουεϊ

"Δεν ήθελε να βλέπει το ψάρι. Ήξερε πως το μισό είχε φαγωθεί. Την ώρα που πάλευε με τα σκυλόψαρα,  ο ήλιος είχε πέσει.

"Σε λίγο θα νυχτώσει", είπε. "Τότε θα πρέπει να φανεί η ανταύγεια της Αβάνας. Αν όχι, κι έχω φύγει πολύ ανατολικά, θα δω τα φώτα της καινούριας κόστας". 

Δεν μπορεί να 'μαι ακόμα πολύ έξω, σκέφτηκε. Ελπίζω να μην έχει ανησυχήσει κανένας. Και ποιος δηλαδή ν' ανησυχήσει; Μόνο το παιδί. Το παιδί όμως μου 'χει εμπιστοσύνη. Αλλά κι απ' τους παλιούς ψαράδες θ' ανησύχησαν πολλοί. Και κάμποσοι άλλοι, σκέφτηκε. Είναι καλοί άνθρωποι στο χωριό μου.

Δεν μπορούσε πια να μιλήσει στο ψάρι, έτσι όπως το 'χαν καταντήσει. Ύστερα του 'ρθε μια ιδέα. "Μισόψαρο", είπε. "Εσύ που ήσουν ψάρι, άκου: Συχώρεσέ με που ανοίχτηκα τόσο πολύ. Ρήμαξα και τους δυο μας. Εμείς οι δυο όμως έχουμε ξεκάνει κάμποσα σκυλόψαρα κι έχουμε ρημάξει άλλα τόσα. Εσύ πόσα έχεις σκοτώσει, γέρο μου; Αυτή τη σπάθα στο κεφάλι σου δεν την έχεις για φιγούρα". 

Του άρεσε να σκέφτεται το ψάρι του, να φαντάζεται τι θα 'κανε στα σκυλόψαρα όταν κολυμπούσε ελεύθερο. Θα μπορούσα να κόψω τη σπάθα του, να τα χτυπάω με δαύτην, σκέφτηκε. Δεν έχω όμως τσεκούρι και το μαχαίρι μου το 'χασα...

Αν είχα όμως; Θα το 'δενα σ' ένα κουπί κι ε, ρε, τι όπλο θα 'φτιαχνα! Θα 'ταν σα να τους παλεύαμε μαζί. Τώρα όμως; Τι θα κάνεις αν πλακώσουνε τη νύχτα; Τι μπορείς να κάνεις; 

"Να πολεμήσω", είπε. "Θα τους πολεμήσω ώσπου να πεθάνω". (Ι.ΚΥΡ.)

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

 

Οδυσσέας Μουρ : Ο μυστικός λαβύρινθος                     Κείμενο: Pierdomenico Baccalario

Ο Πέπις και ο Μυκερινός, οι δύο δείκτες της Οικίας της Ζωής, παρέδωσαν για κάρτες ελεύθερης εισόδου στον Ρικ και στον Τζέισον δύο σκαραβαίους από μαύρη πέτρα, με τους οποίους θα μπορούσαν να διακινούνται ελεύθερα στο εσωτερικό της Συλλογής.

Έπειτα τους συνόδευσαν μέσα από μια στενή φθαρμένη σκάλα, που εκτείνονταν κατά μήκος του εσωτερικού τοίχου της μεγάλης αίθουσας εισόδου και κατέληγε σε έναν χαμηλοτάβανο διάδρομο με κατηφορικό δάπεδο.

''Εγω και ο Πέπις γνωρίζουμε παρακαμπτήριες οδούς και πολλοί άλλοι ούτε τις φαντάζονται'', είπε με καμάρι ο Μυκερινός, ενώ το φτερό του καπέλου του τριβόταν στην οροφή. ''Από εδώ αγαπητοί επισκέπτες. Θα σας συνοδεύσουμε για λίγο ακόμη πριν επιστρέψουμε στα σημαντικότατα καθήκοντά μας''.

Ο διάδρομος ήταν λουσμένος στο άπλετο φως που αντανακλούσε μέσα από ένα πρωτοποριακό σύστημα από χάλκινα κάτοπτρα. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι στο κίτρινο της ώχρας και είχαν εσοχές διαφόρων διαστάσεων, που περιείχαν κυλίνδρους παπύρων, ξύλινες πινακίδες και αγαλματίδια που τα σκέπαζε η σκόνη.

Ο Ρικ παρατήρησε ότι κάθε εσοχή ήταν σημειωμένη με ένα σύμβολο, έναν αριθμό ή και τα δύο μαζί, και υπέθεσε ότι κάτι τέτοιο χρησίμευε ώστε το προσωπικό της Συλλογής να αρχειοθετεί το τεράστιο υλικό της.

Πέρασαν σε ένα κυκλικό πλάτωμα, πάνω από το οποίο έλαμπε το γαλάζιο του ουρανού. Ήταν σαν να βρίσκονταν στον πάτο καπνοδόχου (Μ. Μπ.) 

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Περιπέτεια στο κάστρο, Ένιντ Μπλάιτον

Το δεύτερο βιβλίο της σειράς περιπέτεια από την πιο αγαπημένη συγγραφέα των παιδιών όλου του κόσμου. Ο Τζακ, η Λούσι-Αν, ο Φίλιπ, η Ντάινα και ο χαριτωμένος και φλύαρος παπαγάλος τους, η Κίκι, ξεκινούν τις διακοπές τους στο Σπρινγκ Κότατζ στην πλαγιά του Λόφου του Κάστρου. Όταν ο Τζακ αντιλαμβάνεται φωτεινά σινιάλα από έναν απομακρυσμένο πύργο, αποφασίζει να εξερευνήσει τα κρυφά δωμάτια και τα σκοτεινά υπόγεια περάσματα του ερειπωμένου κάστρου. Ποιο μυστήριο κρύβεται σε αυτά τα μονοπάτια; Γιατί όλοι πιστεύουν πως το κάστρο είναι στοιχειωμένο; Είστε έτοιμοι για… περιπέτεια; (Οπισθόφυλλο βιβλίου)(Θ.Κ.)

 

 

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΑΥΡΗ ΓΑΤΑ

ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΤΡΙΒΙΖΑΣ

       Ελάχιστοι γάτοι από όσους είχαν συγκεντρωθεί στη σκεπή της καρβουναποθήκης κατάφεραν να επιζήσουν εκείνο το βράδυ της αποτρόπαιας σφαγής. Ανάμεσά τους κι εγώ. Περίμενα να καταλαγιάσει ο εφιάλτης, μετά έγλειψα το πόδι και τον λαιμό μου για να τα καθαρίσω από τα αίματα και βγήκα από ένα μισάνοιχτο παράθυρο με σπασμένα τζάμια στον έρημο τώρα δρόμο. Περπατούσα άσκοπα. Αρνιόμουν να πιστέψω ότι όλα αυτά είχαν πραγματικά συμβεί, ότι μας είχαν προδώσει, μας είχαν αποδεκατίσει, και το πιο επώδυνο απ’ όλα, ότι είχα χάσει απ’ τη μια στιγμή στη άλλη τον Κοψονούρη, τον σύντροφό μου, τον καλύτερό φίλο μου. Ανάκατες σκέψεις στριφογύριζαν στο κεφάλι μου. Ποιος μας καταδώσει άραγε; Ποιος έφταιγε; Που θα οδηγήσουν όλα αυτά; Ποιος να το ’λεγε ποτέ ότι οι άνθρωποι θα μπορούσαν να γίνουν τόσο απάνθρωποι… Βάδιζα σαν χαμένος χωρίς να παίρνω προφυλάξεις, νιώθοντας μια απερίγραπτη θλίψη να μου σφίγγει την καρδιά. Ένα πυκνοφυτεμένο πάρκο φάνηκε μπροστά μου. Οι πασχαλιές μοσχοβολούσαν. Απόμακρα ακουγόταν φανφάρες και μουσική. <<Καλλιστεία γάτων>> έλεγε μια επιγραφή στην είσοδο του πάρκου. Θυμήθηκα την Γκρατσιέλα. Μου είχε αναφέρει στην τελευταία μας συνάντηση ότι θα έπαιρνε μέρος σε κάποια καλλιστεία. Άκουσα χειροκροτήματα. Λες να ’ταν γι ’αυτή; Λες να της έδιναν τώρα το πρώτο βραβείο; Πολύ πιθανόν. Ήταν τόσο όμορφη… Αισθάνθηκα την ανάγκη να την ξαναδώ… Έκανα να μπω στο πάρκο, αλλά άλλαξα γνώμη την τελευταία στιγμή. Τι νόημα είχε πια; Συνέχισα περίλυπος τον δρόμο μου. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι είχα φτάσει σε μια πέτρινη τοξωτή γέφυρα με τρεις καμάρες πάνω από ένα σκοτεινό ποτάμι. Σκαρφάλωσα στο παραπέτο και κοιτούσα σιωπηλός για ώρα πολλή τα σκούρα νερά να αργοκυλάνε, λες και με καλούσαν.

       – Έλα! έλεγαν. Έλα! Έσκυψα. Διέκρινα το λαμπύρισμα από τα μάτια μου να καθρεφτίζεται στη σκοτεινή επιφάνεια. Μου φάνηκε ότι ήμουν ήδη βυθισμένος μέσα στο ποτάμι και κοιτούσα τον εαυτό μου μέσα από τον βυθό. Ετοιμάστηκα να πηδήξω. Φαντάστηκα ότι ήμουν καραβόγατος στον Ωκεανό των Παφλασμών, ότι βρισκόμουν στο κατάστρωμα μιας ανεμοδαρμένης σπανιόλικης σκούνας, που ταξίδευε σε μέρη εξωτικά, φορτωμένη με μετάξια , πολύτιμα πετράδια και μπαχαρικά, και γύρω μου λυσσομανούσε μία φοβερή φουρτούνα. Τα κύματα θα με σκέπαζαν θεόρατα, θα χανόμουν για πάντα στον σιωπηλό βυθό. Τι ηρωικός θάνατος για έναν πολυταξιδεμένο καραβόγατο!...

-Μη μου πεις ότι έχεις τις μαύρες σου! άκουσα τότε μια φωνή. Ήταν ο Μουτζούρης. Πού ξεφύτρωσε εδώ τέτοια ώρα;

-Δε μου λες… Τι πας να κάνεις εκεί; με ρώτησε και ήταν ολοφάνερο ότι είχε καταλάβει τις προθέσεις μου.

- Να μη σε νοιάζει εσένα!

- Δεν πιστεύω να σχεδιάζεις τίποτα καταδύσεις άνευ επιστροφής;

- Άφησέ με, σε παρακαλώ. Κάνε μου τη χάρη. Δεν έχω όρεξη για κουβέντα. Θέλω να μείνω μόνος μου.

- Να μείνεις μόνος σου στην άκρη της γέφυρας, έχει καλώς. Να μείνεις μόνος σου στου ποταμού τον πάτο, δε μου φαίνεται και τόσο καλή ιδέα.

- Αν ήξερες, ψιθύρισα. Αν ήξερες…

- Τι συνέβη;

- Κάτι… κάτι που δεν το χωράει ο νους σου.

- Πότε; Πού;

- Πριν από λίγο. Στη σκέπη της καρβουναποθήκης.

- Δεν πήγε καλά η συνάντηση;

- Αν πήγε καλά… γέλασα πικρά. Μας την είχανε στημένη, Μουτζούρη… Σκότωσαν βάναυσα, χωρίς λόγο και αιτία, ποιος ξέρει πόσους γάτους! Έχασα τον Κοψονούρη, τον καλύτερό μου φίλο. Έχασα το κουράγιο μου… Έχασα την εμπιστοσύνη μου στους ανθρώπους. Όλα τα έχω χάσει. Ακόμα και την αγατούλα μου… Αρκετά. Φτάνει πια. Αντίο. Και μ’ αυτά τα λόγια πήδηξα στα σκοτεινά νερά, δηλαδή σχεδόν πήδηξα, γιατί ο Μουντζούρης πρόλαβε και με άρπαξε την τελευταία στιγμή από τον σβέρκο. Με κοίταξε κατάματα.

- Δεν θα το ’θελε ο Κοψονούρης να πας έτσι.

- Τι θα ήθελε;

- Να ζήσεις. Να σωθείς. Να τον θυμάσαι. Να εκδικηθείς τον άδικο χαμό του. Να σώσεις κι άλλους αν μπορείς. Όσους μπορείς.

- Μα τι μπορώ να κάνω, Μουτζούρη; Πες μου! Τι μπορώ να κάνω μόνος μου;

- Δεν είσαι μόνος σου. Όταν μια γάτα κινδυνεύει, κινδυνεύουν όλες. Όταν μια γάτα απειλείται, απειλούνται όλες. Μαύρες και άσπρες, γκρίζες και κόκκινες. Ό,τι χρώμα, ό,τι σουλούπι και να ’χουν! Δεν είχε άδικο. Τα λόγια του μου έδωσαν κουράγιο. Πιάσαμε σιγά σιγά την κουβέντα. Μιλούσαμε για πολλή ώρα καθισμένοι στο πέτρινο παράπετο της γέφυρας. Του είπα τον πόνο μου. Μου είπε και τον δικό του. Ζούσε μέχρι πρόσφατα σε ένα σπίτι με ένα τρελούτσικο κοριτσάκι, με λακκάκια στα μάγουλα, που κυριολεκτικά τον λάτρευε. Την λέγανε Μαριλένα. Τον τάιζε με χίλιες δυο λιχουδιές, τον έπαιρνε στην αγκαλιά της, του έφτιαχνε μπαλίτσες από ασημόχαρτο για να παίζει. Οι γονείς της, όμως, όταν άρχισε ο μεγάλος κατατρεγμός, τον έδιωξαν, κι ας έκλαιγε η Μαριλένα κι ας τους εκλιπαρούσε να τον κρύψουν για να γλιτώσει.

Είδαμε ένα πεφταστέρι να βυθίζεται, σπινθηρίζοντας στο ποτάμι. Θυμήθηκα το σπινθήρισμα στα μάτια του αδικοχαμένου φίλου μου, του Κοψονούρη.

-          Έκανα μια ευχή, μου εξομολογήθηκε ο Μουντζούρης.

-          Τι ευχή;

-          Να ξαναδώ κάποτε πάλι την Μαριλένα. Μου λείπει πολύ. Δεν ξέρεις πόσο πολύ μου λείπει αυτό το κορίτσι. Λένε ότι αν κάνεις μια ευχή, όταν πέφτει ένα πεφταστέρι, η ευχή σου πραγματοποιείται…

-          Μακάρι, ευχήθηκα. Μακάρι να την ξαναδείς, Μουντζούρη. Μακάρι να σμίξεις με την Μαριλένα σου κάποια μέρα.

-          Αν με χρειαστείς, θα με βρεις στο συσσίτιο της κυρα-Ρήνης, μου είπε προτού χωρίσουμε. Εκεί συχνάζω τα μεσημέρια.(M.K.)

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μηλιά. . . κι αγαπούσε ένα αγοράκι». Έτσι αρχίζει το όμορφο παραμύθι που το διάβασμά του αφήνει τη γεύση μιας αξέχαστης ευαισθησίας. Κάθε μέρα το αγόρι πήγαινε στη μηλιά κι έτρωγε τα μήλα της, έκανε κούνια απ' τα κλαδιά της, σκαρφάλωνε στον κορμό της. . . κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη. Μα όσο το αγόρι μεγάλωνε, τόσο περισσότερα ζητούσε απ' το δέντρο και το δέντρο έδινε, έδινε, έδινε αδιάκοπα. Γραμμένο κι εικονογραφημένο απ' τον προικισμένο και πολυσύνθετο Σελ Σιλβερστάιν, αυτό το τρυφερό και παραβολικό παραμύθι καταφέρνει να συγκινήσει αναγνώστες κάθε ηλικίας. Είναι μια συναισθηματική ερμηνεία του χαρίσματος που έχουν εκείνοι που ξέρουν να δίνουν κι εκείνοι που ξέρουν να ανταποδίδουν με αγάπη. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)(Ε.Δ.)

 

 

 ------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

                                                               ΟΙ ΘΥΕΛΛΟΦΥΛΛΑΚΕΣ ΤΟΥ ΑΡΑΝΜΟΡ

                                                                                     Κάθριν Ντόιλ

ΟΙ ΘΥΕΛΛΟΦΥΛΑΚΕΣ ΤΟΥ ΑΡΑΝΜΟΡ // ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΟΥ ΑΡΑΝΜΟΡ (ΠΡΩΤ

      Ο  Φιον καθόταν στην άμμο με τα πόδια λυγισμένα από κάτω και παρακολουθούσε το φέρι του Άρανμορ να βγαίνει γλιστρώντας στη θάλασσα. Γκάιντες αντηχούσαν από την πάμπ πιο κάτω στον δρόμο, όπου νησιώτες τραγουδούσαν και γελούσαν, και κάτω στην ακροθαλασσιά δύο αγοράκια με λεπτά πόδια και κίτρινα καπέλα χαχάνιζαν ανεξέλεγκτα, καθώς πετούσαν χούφτες άμμο το ένα στο άλλο. Ο ήλιος κρεμόταν στον ουρανό σαν ώριμο πορτοκάλι με ελάχιστα σύννεφα στις άκρες, τόσο αραιά, που έμοιαζαν με μαλί της γριάς.

Ο ήλιος έκαιγε ήδη τον σβέρκο του Φιον, αλλά εκείνος δεν το πρόσεξε. Σκεφτόταν τη θαλασσινή σπηλιά. Δεν είχε πάψει να τη σκέφτεται εδώ και δύο μέρες, να αναρωτιέται πόσο θα έμπλεκε, αν έψαχνε να την βρει πίσω από την πλάτη του παππού του, και, το πιο σημαντικό, αν έπρεπε να ρισκάρει να ξυπνήσει μια αρχαία μάγισσα. Είχε καταλήξει στην απόφαση πως άξιζε να την αναζητήσει. Καταρχάς, είχε ακούσει ότι η γιαγιά των Μπίζλι δεν είχε κανένα πρόβλημα που τα εγγόνια της έψαχναν την θαλασσινή σπηλιά κι επιπλέον, ο παππούς τους έμοιαζε απ' τους ανθρώπους που ήταν υπερπροστατευτικοί. Ήδη απαριθμούσε ένα κάρο πράγματα που δεν έπρεπε να κάνει ο Φιον καθώς τριγυρνούσε στο νησί, τον τσέκαρε αρκετές φορές στη διάρκεια της νύχτας και τον παρατηρούσε συνοφρυωμένος κατά τηδιάρκεια του δείπνου, λες και περίμενε ν' αναποδογυρίσει ξαφνικά το τραπέζι ή να εκσφενδονίσει το πιάτο του στην άλλη άκρη του δωματίου. Κι έτσι, ο Φιον είχε καταλήξει στο ακόλουθο συμπέρασμα: κάποια πράγματα, και ειδικά αυτού του αδιανόητου είδους, άξιζαν να ρισκάρεις τιμωρία.

Είχε κατέβει στην παραλία μετά το πρωινό. Τον είχε τραβήξει το μέρος όπου είχε λάβει χώρα η αρχαία Μάχη του Άρανμορ και έλπιζε πως η σπηλιά μπορεί να κρυβόταν στα βράχια εκεί δίπλα. Αλλά η παλίρροια είχε υποχωρήσει και είχε πάρει μαζί της τις ελπίδες του. Τώρα ο Φιον κοιτούσε τα κύματα τόσο προσηλωμένος, που τα μάτια του είχαν αρχίσει να τσούζουν. Τα αγοράκια τον προσπέρασαν τρέχοντας, εκείνο που προπορευόταν κράδαινε ένα παιδικό φτυάρι , ενώ το άλλο το κηνυγούσε τσιρίζοντας. Μια αγχωμένη γυναίκα με πρόσωπο γεμάτο φακίδες έτρεχε πίσω τους, με την αγκαλιά της γεμάτη πετσέτες και κουβαδάκια και τα παπούτσια. Καθώς προσπερνούσε τον Φιον, χαμογέλασε αφηρημένα κι ύστερα σταμάτησε απότομα και γύρισε προς το μέρος του. << Ένα λεπτό. Είσαι...>>

<< Είμαι ο Φιον>> αποκρίθηκε, προτού παλιά φαντάσματα αναδυθούν ανάμεσά τους. Η γυναίκα απομάκρυνε μια τούφα από τα μάτια της με τη φτέρνα ενός βατραχοπέδιλου. << Μοιάζεις... Εννοώ, για μια στιγμή σκέφτηκα...>>

<< Είμαι ο εγγονός του Μαλαχία>> της είπε βιαστικά.

<< Ω. Ο Φιον. Ναι, φυσικά. Είσαι ο γιος της Ίβι>>.

<< Ναι>> είπε εκείνος, φουσκώνοντας το στήθος.

<< Είμαι η Άλβα Κάνον>>. Προσπάθησε να αλλάξει χέρι σε ένα κουβαδάκι γεμάτο πετσέτες που κρατούσε  για να σφίξει το χέρι , αλλά άλλαξε γνώμη τελευταία στιγμή, το στερέωσε ψηλότερα στο μπράτσο της και χαμογέλασε απολογητικα.<< Η Ίβι ήταν λίγες τάξεις πάνω από εμένα. Μου έκανε ιδιαίτερα Γαλλικά τα Σαββατοκύριακα. Ήμουν τελείως σκράπας>> πρόσθεσε ντροπαλά. << Πώς είναι η μητέρα σου; Έχω να τη δω από τότε που...>> Η φωνή της έσβησε.

<< Μια χαρά ευχαριστώ>> απάντησε μηχανικά ο Φιον. << Άρα μεγαλώσατε κι εσείς εδώ;>>

Η Άλβα έγνεψε περήφανα. << Γέννημα θρέμμα. Διδάσκω Αγγλικά και Ιστορια στο σχολείο>>.

<< Μήπως έχετε ακούσει ποτέ για τη Θαλασσινή Σπηλιά;>>

<<Τη σπηλιά του Ντάγκντα;>> είπε η Άλβα, καθώς η προσοχή της στράφηκε πάλι στα παιδιά, που τώρα έσκαβαν μια τεράστια τρύπα στην αμμο και χώνονταν μέσα.<< Και ποιός δεν την ξέρει στο νησί;>>

<< Ξέρετε μήπως που είναι;>> τη ρώτησε με ενθουσιασμό.

Εκείνη τον κοίταξε βλοσυρά. << Φιον υπάρχει λόγος που είναι κρυμμένο αυτό το μέρος.  Η μητέρα σου δεν θα ήθελε να την ψάξεις>>. Βλέποντας την απογοήτευση του πρόσθεσε: << Είπες ότι μένεις με τον Μαλαχία;>>

<< Ναι. Θα είμαι εδώ όλο το καλοκαίρι>>.

<< Μόνο για το καλοκαίρι;>> Τα φρύδια της έσμυξαν. << Υπέθετα πως...>> Μια στριγκλιά την διέκοψε. Ένα από τα αγόρια είχε φάει μια φτυαριά στο κεφάλι. << Ρόναν! Άσε κάτω το φτυάρι αμέσως! Συγγνώμη, Φιον>> φώναξε πάνω από τον ώμο της καθώς έτρεχε προς την αναμπουμπούλα.<< Δώσε τους χαιρετισμούς μου στον Θυελλοφύλακα! Και πες του ότι έχει δίκιο για τα δίχρονα!>>

<< Θα του πω>> είπε ο Φιον, αλλά η Άλβα είχε ήδη απομακρυνθεί, σπρώχνοντας μπροστά της τα αγόρια, που προχωρούσαν τινάζοντας χέρια και πόδια. 

Προσπάθησε να ξεπεράσει την απογοήτευσή του. Αν ήταν τόσο εύκολο νσ βρεις τη Θαλασσινή Σπηλιά, η Τάρα θα το είχε καταφέρει ήδη. Είχε ακόμη χρόνο. Όλο τον χρόνο του κόσμου. Τι κι αν υπήρχε μια απέθαντη μάγισσα κάπου κάτω από το έδαφος; Αν κανένας άλλος δεν της έδινε σημασία, γιατί να ανησυχεί αυτός; Δεν είχε πατήσει το πόδι της στη στεριά εδώ και εκατοντάδες χρόνια. Μπορεί και χιλιάδες. Δεν μπόρεσαν να τη φτάσουν με το κερί. Αναρωτιέμαι γιατί... Έβγαλε τα απομεινάρια του Φαντό Φαντό από την τσέπη του και το κύλησε στα δάχτυλά του. Γιατί να φτιάξει κανείς κάτι άχρηστο; Ανοιγόκλεισε τα μάτια ξαφνιασμένος, γύρισε το κερί από όλες τις μεριές για να σιγουρευτεί. Υπήρχαν σχεδόν τρεις πόντοι φρέσκου πράσινου κεριού στην κορυφή. Το κερί ξαναφτιαχνόταν. Ο Φιον τινάχτηκε, καθώς μια ιδέα ξεπήδησε από το μυαλό του. Αν έκαιγε αυτά τα αποκατεστημένα λεπτά εδώ κάτω στην παραλία, θα μπορούσε να δει πολύ περισσότερα απ' ότι είχαν δει κολλημένοι πάνω στο λόφο, όταν έριχναν κλεφτες ματιές στο παρελθόν. Θα μπορούσε να περπατήσει δίπλα στον Ντάγκντα. Θα μπορούσε να απαντήσει στο πολεμικό του κάλεσμα και να σταθεί ώμο με ώμο με τους προγόνους του.  Θα υπήρχαν καράβια που θα ορμούσαν προς το μέρος τους. Κοράκια να κρώζουν από πάνω τους... και θα ήταν κι εκείνη εκεί. Ο Φιον ανατρίχιασε στη θύμηση της Μόριγκαν, των σκιών που κινούνταν μαζί της πάνω απο τη θάλασσα.

Είναι απλώς μια ανάμνηση. Εκείνη θα ήταν ακόμη έξω στη θάλασσα όταν θα ξανάσβηνε το κερί. Θάρρος λοιπόν. Μπορούσε να το κανει έπρεπε να το κάνει. Η Τάρα θα έσκαγε από τη ζήλια της, αν το μάθαινε. Η καρδιά του βροντοχτυπούσε. Ο άνεμος είχε φουντώσει και μια αμυδρή αύρα στριφογύριζε στ' αυτί του σαν να του έλεγε : Εμπρός . Δοκίμασέ το.

Η παραλία είχε αδειάσει. Υπήρχαν μόνο ο Φιον και η καταιγίδα στην παλάμη του. Σηκώθηκε όρθιος και άγγιξε τη φλόγα του αναπτήρα στο φυτίλι.

Το κερί ζωντάνεψε τσιτσιρίζοντας. Το νησί εισέπνευσε.

Ο άνεμος τον χτύπησε στην πλάτι σαν σφυρί και ο Φιον προσγειώθηκε μπρούμυτα στην άμμο. Έμεινε εκεί μισολιπόθυμος, με τη φλόγα να τρεμοπαίζει αδιάκοπα, καθώς εκατοντάδες νησιά τον μαστίγωσαν, το ένα μετά το άλλο. Όταν συνήλθε τελικά, το στόμα του ήταν γεμάτο άμμο και η άμμος γεμάτη πόλεμο.  ( Α.Α ) 

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------                               

                                                                       Η ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΝΗΣΟΣ

                                                                                ΙΟΥΛΙΟΣ ΒΕΡΝ

 

Ύστερα από δεκαπέντε μέρες οι ναυαγοί έφτασαν στην Αμερική. Ο εμφύλιος είχε τελειώσει. Με τους θησαυρούς που είχε το χρηματοκιβώτιο -ο Μπεν Τζόις είχε φροντίσει να το περισώσει- αγόρασαν μια μεγάλη έκταση στην Αϊόβα και ίδρυσαν μια αποικία στην οποία έδωσαν το όνομα του νησιού τους. Είχαν ορκιστεί να ζήσουν όλοι μαζί και τώρα που μπορούσαν να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους, ήταν ευτυχισμένοι. Δεν ξέχασαν όμως ποτέ εκείνο το νησί όπου έφτασαν φτωχοί και γυμνοί κι εκείνο τους φιλοξένησε και ικανοποίησε τις ανάγκες τους για τέσσερα χρόνια. Το νησί από το οποίο δεν απόμενε παρά ένα κομμάτι γρανίτης, που το χτυπούσαν τα κύματα του Ειρηνικού, εκείνο το νησί στο οποίο αναπαυόταν ο πλοίαρχος Νέμο.(Ε.Ψ)

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

      Ο θείος Πλάτων, Άλκη Ζέη

Πετάει ο γάιδαρος;
Πετάει! Και μάλιστα μιλάει.
Μόνο όμως με τον Γιάννη και την Ειρήνη, ή αλλιώς τον Βάνια και την Ίρα, δυο αδέλφια που ζουν με τους γονείς τους εξόριστοι στη Μόσχα. Ένα πάνινο γαϊδουράκι, δώρο του θείου Πλάτωνα από την Ελλάδα, με ένα φερμουάρ στο στήθος που κρύβει μέσα μια κόκκινη καραμέλα, την καρδιά του, γίνεται ο αχώριστος φίλος των παιδιών στον οποίο λένε όλα τα μυστικά και τις σκέψεις τους.

Με αρχηγό την πανέξυπνη και σοφή Ίρα καταστρώνουν ένα μεγάλο σχέδιο. Στην πορεία όμως θα αλλάξουν γνώμη...

Ένα βιβλίο που θα μου θυμίζει στιγμές από την Γ’ Τάξη του Δημοτικού Σχολείου, καθώς και τον δάσκαλό μου(Σ.Ε.)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ετικέτες: Πλατφόρμα