Παγκόσμια ημέρα παιδικού βιβλίου

Γράψτε όλοι ένα μικρό απόσπασμα από ένα αγαπημένο σας βιβλίο. Μη ξεχάσετε να αναφέρετε τον τίτλο του βιβλίου και το όνομα του συγγραφέα.heart Αν μπορείτε να προσθέσετε και το εξώφυλλο του βιβλίου ως εικόνα, ακόμα καλύτερα. Αν δε μπορείτε, δεν πειράζει!!χαμόγελο

Μη σβήνετε αυτά που γράφουν οι συμμαθητές σας. Πατήστε edit και ξεκινήστε να γράφετε.

Ημέρα παιδικού βιβλίου

Viewing page version #32
(Restore this version) 

Modified: 5 Απρίλιος 2020, 7:23 μμ   Χρήστης: ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΓΕΡΑΚΙΝΗ  → Φωτογραφία ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΓΕΡΑΚΙΝΗ

Ο Ροβινσώνας Κρούσος          

Daniel Defoe

Μετά την εξόρμηση μου στο ναυαγισμένο πλοίο, συνέχισα να ζω με τον συνηθισμένο τρόπο, δουλεύοντας καθημερινά και κάνοντας όλα όσα εξασφάλιζαν την επιβίωσή μου. Είχα βρει βέβαια αρκετά χρήματα και χρυσάφι, αλλά δεν μου χρησίμευαν στο παραμικρό, αφού δεν μπορούσαν να αλλάξουν την ζωή μου.

Μια νύχτα, στη διάρκεια της περιόδου των βροχών, κι ενώ η βροχή έπεφτε με ασυνήθιστη ένταση, βρισκόμουν ξαπλωμένος με όλη μου την άνεση στην αιώρα μου, αλλά δεν κατάφερνα να κοιμηθώ. Δεν ήμουν άρρωστος, δεν πονούσα πουθενά, ωστόσο δε σφάλιζε τα βλέφαρά μου ο ύπνος.

Χιλιάδες αναμνήσεις κατέκλυζαν το μυαλό μου. Η ζωή μου ολόκληρη έκανε, θαρρείς, παρέλαση μπροστά από τα μάτια μου. Τα νεανικά μου χρόνια στην Αγγλία μέχρι την ημέρα που μπαρκάρισα, το ταξίδι μου στη Γουινέα, η περίοδος της αιχμαλωσίας μου από τους Μαυριτανούς πειρατές και η απόδραση  μου, η εποχή που πέρασα στη φυτεία μου στη Βραζιλία ως τη στιγμή που την άφησα πίσω μου, όλα ξαναζωντάνεψαν ολοκάθαρα στην μνήμη μου.

Κατόπιν σειρά είχαν όλα αυτά τα χρόνια που ζούσα στο νησί. Θυμήθηκα τους φόβους του πρώτου καιρού, τα πολυάριθμα εμπόδια που συνάντησα, τη δυσκολία μου να αποκτήσω την ηρεμία που τόσο λαχταρούσα, τον τρόμο που με κυρίεψε όταν ανακάλυψα το ανθρώπινο χνάρι μετά από μια τόσο μακριά περίοδο μοναξιάς και, το χειρότερο, την φρίκη μου όταν πρωταντίκρισα τους άγριους και τις ανόσιες τελετουργίες τους(B.K.)

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Σκληρό καρύδι, Ελένη Σβορώνου

Πεθάναμε από το φόβο μας! Παράξενο.Γιατί αυτό σίγουρα δεν είναι πιο φοβιστικό από τις  εκρήξεις και τις βόμβες και τους νεκρούς παντού.(Σ.Γ.)

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Μια σειρά από ατυχή γεγονότα- Η κακή αρχή , Λεμονι  Σνικετ 

Το αυτοκίνητο απομακρυνόταν όλο και περισσότερο μέχρι που η δικαστής έγινε μια μαύρη κηλίδα μέσα στο σκοτάδι. Τα παιδιά ήξεραν ότι κινούνταν προς μια αποκλίνουσα - που στην προκειμένη περίπτωση σημαίνει "εντελώς λανθασμένη και γεμάτη πόνο" - κατεύθυνση.(Α.Μ)

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

https://www.e-shop.gr/images/BKS/BIG/BKS.0313860.jpg

Μια σειρά από ατυχή γεγονότα "Tο εργοστάσιο της συμφοράς" Συγγραφέας: Λέμονι  Σνίκετ
 
Είναι το πιο ατυχές βιβλίο: ο κύριος Πόε στέλνει τη Βιολετ και τον Κλάους Ουτιδανούπολη για να δουλέψουν σε ένα εργοστάσιο επεξεργασίας ξυλείας  και εκεί γίνονται οι πολλές  ατυχίες!!! (Κ.Κ.)
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ο γέρος και η θάλασσα ebooks.gr Ο γέρος και η θάλασσα, Έρνεστ Χέμινγκουεϊ

"Δεν ήθελε να βλέπει το ψάρι. Ήξερε πως το μισό είχε φαγωθεί. Την ώρα που πάλευε με τα σκυλόψαρα,  ο ήλιος είχε πέσει.

"Σε λίγο θα νυχτώσει", είπε. "Τότε θα πρέπει να φανεί η ανταύγεια της Αβάνας. Αν όχι, κι έχω φύγει πολύ ανατολικά, θα δω τα φώτα της καινούριας κόστας". 

Δεν μπορεί να 'μαι ακόμα πολύ έξω, σκέφτηκε. Ελπίζω να μην έχει ανησυχήσει κανένας. Και ποιος δηλαδή ν' ανησυχήσει; Μόνο το παιδί. Το παιδί όμως μου 'χει εμπιστοσύνη. Αλλά κι απ' τους παλιούς ψαράδες θ' ανησύχησαν πολλοί. Και κάμποσοι άλλοι, σκέφτηκε. Είναι καλοί άνθρωποι στο χωριό μου.

Δεν μπορούσε πια να μιλήσει στο ψάρι, έτσι όπως το 'χαν καταντήσει. Ύστερα του 'ρθε μια ιδέα. "Μισόψαρο", είπε. "Εσύ που ήσουν ψάρι, άκου: Συχώρεσέ με που ανοίχτηκα τόσο πολύ. Ρήμαξα και τους δυο μας. Εμείς οι δυο όμως έχουμε ξεκάνει κάμποσα σκυλόψαρα κι έχουμε ρημάξει άλλα τόσα. Εσύ πόσα έχεις σκοτώσει, γέρο μου; Αυτή τη σπάθα στο κεφάλι σου δεν την έχεις για φιγούρα". 

Του άρεσε να σκέφτεται το ψάρι του, να φαντάζεται τι θα 'κανε στα σκυλόψαρα όταν κολυμπούσε ελεύθερο. Θα μπορούσα να κόψω τη σπάθα του, να τα χτυπάω με δαύτην, σκέφτηκε. Δεν έχω όμως τσεκούρι και το μαχαίρι μου το 'χασα...

Αν είχα όμως; Θα το 'δενα σ' ένα κουπί κι ε, ρε, τι όπλο θα 'φτιαχνα! Θα 'ταν σα να τους παλεύαμε μαζί. Τώρα όμως; Τι θα κάνεις αν πλακώσουνε τη νύχτα; Τι μπορείς να κάνεις; 

"Να πολεμήσω", είπε. "Θα τους πολεμήσω ώσπου να πεθάνω". (Ι.ΚΥΡ.)

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

 

Οδυσσέας Μουρ : Ο μυστικός λαβύρινθος                     Κείμενο: Pierdomenico Baccalario

Ο Πέπις και ο Μυκερινός, οι δύο δείκτες της Οικίας της Ζωής, παρέδωσαν για κάρτες ελεύθερης εισόδου στον Ρικ και στον Τζέισον δύο σκαραβαίους από μαύρη πέτρα, με τους οποίους θα μπορούσαν να διακινούνται ελεύθερα στο εσωτερικό της Συλλογής.

Έπειτα τους συνόδευσαν μέσα από μια στενή φθαρμένη σκάλα, που εκτείνονταν κατά μήκος του εσωτερικού τοίχου της μεγάλης αίθουσας εισόδου και κατέληγε σε έναν χαμηλοτάβανο διάδρομο με κατηφορικό δάπεδο.

''Εγω και ο Πέπις γνωρίζουμε παρακαμπτήριες οδούς και πολλοί άλλοι ούτε τις φαντάζονται'', είπε με καμάρι ο Μυκερινός, ενώ το φτερό του καπέλου του τριβόταν στην οροφή. ''Από εδώ αγαπητοί επισκέπτες. Θα σας συνοδεύσουμε για λίγο ακόμη πριν επιστρέψουμε στα σημαντικότατα καθήκοντά μας''.

Ο διάδρομος ήταν λουσμένος στο άπλετο φως που αντανακλούσε μέσα από ένα πρωτοποριακό σύστημα από χάλκινα κάτοπτρα. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι στο κίτρινο της ώχρας και είχαν εσοχές διαφόρων διαστάσεων, που περιείχαν κυλίνδρους παπύρων, ξύλινες πινακίδες και αγαλματίδια που τα σκέπαζε η σκόνη.

Ο Ρικ παρατήρησε ότι κάθε εσοχή ήταν σημειωμένη με ένα σύμβολο, έναν αριθμό ή και τα δύο μαζί, και υπέθεσε ότι κάτι τέτοιο χρησίμευε ώστε το προσωπικό της Συλλογής να αρχειοθετεί το τεράστιο υλικό της.

Πέρασαν σε ένα κυκλικό πλάτωμα, πάνω από το οποίο έλαμπε το γαλάζιο του ουρανού. Ήταν σαν να βρίσκονταν στον πάτο καπνοδόχου (Μ. Μπ.) 

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Περιπέτεια στο κάστρο, Ένιντ Μπλάιτον

Το δεύτερο βιβλίο της σειράς περιπέτεια από την πιο αγαπημένη συγγραφέα των παιδιών όλου του κόσμου. Ο Τζακ, η Λούσι-Αν, ο Φίλιπ, η Ντάινα και ο χαριτωμένος και φλύαρος παπαγάλος τους, η Κίκι, ξεκινούν τις διακοπές τους στο Σπρινγκ Κότατζ στην πλαγιά του Λόφου του Κάστρου. Όταν ο Τζακ αντιλαμβάνεται φωτεινά σινιάλα από έναν απομακρυσμένο πύργο, αποφασίζει να εξερευνήσει τα κρυφά δωμάτια και τα σκοτεινά υπόγεια περάσματα του ερειπωμένου κάστρου. Ποιο μυστήριο κρύβεται σε αυτά τα μονοπάτια; Γιατί όλοι πιστεύουν πως το κάστρο είναι στοιχειωμένο; Είστε έτοιμοι για… περιπέτεια; (Οπισθόφυλλο βιβλίου)(Θ.Κ.)

 

 

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΑΥΡΗ ΓΑΤΑ

ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΤΡΙΒΙΖΑΣ

       Ελάχιστοι γάτοι από όσους είχαν συγκεντρωθεί στη σκεπή της καρβουναποθήκης κατάφεραν να επιζήσουν εκείνο το βράδυ της αποτρόπαιας σφαγής. Ανάμεσά τους κι εγώ. Περίμενα να καταλαγιάσει ο εφιάλτης, μετά έγλειψα το πόδι και τον λαιμό μου για να τα καθαρίσω από τα αίματα και βγήκα από ένα μισάνοιχτο παράθυρο με σπασμένα τζάμια στον έρημο τώρα δρόμο. Περπατούσα άσκοπα. Αρνιόμουν να πιστέψω ότι όλα αυτά είχαν πραγματικά συμβεί, ότι μας είχαν προδώσει, μας είχαν αποδεκατίσει, και το πιο επώδυνο απ’ όλα, ότι είχα χάσει απ’ τη μια στιγμή στη άλλη τον Κοψονούρη, τον σύντροφό μου, τον καλύτερό φίλο μου. Ανάκατες σκέψεις στριφογύριζαν στο κεφάλι μου. Ποιος μας καταδώσει άραγε; Ποιος έφταιγε; Που θα οδηγήσουν όλα αυτά; Ποιος να το ’λεγε ποτέ ότι οι άνθρωποι θα μπορούσαν να γίνουν τόσο απάνθρωποι… Βάδιζα σαν χαμένος χωρίς να παίρνω προφυλάξεις, νιώθοντας μια απερίγραπτη θλίψη να μου σφίγγει την καρδιά. Ένα πυκνοφυτεμένο πάρκο φάνηκε μπροστά μου. Οι πασχαλιές μοσχοβολούσαν. Απόμακρα ακουγόταν φανφάρες και μουσική. <<Καλλιστεία γάτων>> έλεγε μια επιγραφή στην είσοδο του πάρκου. Θυμήθηκα την Γκρατσιέλα. Μου είχε αναφέρει στην τελευταία μας συνάντηση ότι θα έπαιρνε μέρος σε κάποια καλλιστεία. Άκουσα χειροκροτήματα. Λες να ’ταν γι ’αυτή; Λες να της έδιναν τώρα το πρώτο βραβείο; Πολύ πιθανόν. Ήταν τόσο όμορφη… Αισθάνθηκα την ανάγκη να την ξαναδώ… Έκανα να μπω στο πάρκο, αλλά άλλαξα γνώμη την τελευταία στιγμή. Τι νόημα είχε πια; Συνέχισα περίλυπος τον δρόμο μου. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι είχα φτάσει σε μια πέτρινη τοξωτή γέφυρα με τρεις καμάρες πάνω από ένα σκοτεινό ποτάμι. Σκαρφάλωσα στο παραπέτο και κοιτούσα σιωπηλός για ώρα πολλή τα σκούρα νερά να αργοκυλάνε, λες και με καλούσαν.

       – Έλα! έλεγαν. Έλα! Έσκυψα. Διέκρινα το λαμπύρισμα από τα μάτια μου να καθρεφτίζεται στη σκοτεινή επιφάνεια. Μου φάνηκε ότι ήμουν ήδη βυθισμένος μέσα στο ποτάμι και κοιτούσα τον εαυτό μου μέσα από τον βυθό. Ετοιμάστηκα να πηδήξω. Φαντάστηκα ότι ήμουν καραβόγατος στον Ωκεανό των Παφλασμών, ότι βρισκόμουν στο κατάστρωμα μιας ανεμοδαρμένης σπανιόλικης σκούνας, που ταξίδευε σε μέρη εξωτικά, φορτωμένη με μετάξια , πολύτιμα πετράδια και μπαχαρικά, και γύρω μου λυσσομανούσε μία φοβερή φουρτούνα. Τα κύματα θα με σκέπαζαν θεόρατα, θα χανόμουν για πάντα στον σιωπηλό βυθό. Τι ηρωικός θάνατος για έναν πολυταξιδεμένο καραβόγατο!...

-Μη μου πεις ότι έχεις τις μαύρες σου! άκουσα τότε μια φωνή. Ήταν ο Μουτζούρης. Πού ξεφύτρωσε εδώ τέτοια ώρα;

-Δε μου λες… Τι πας να κάνεις εκεί; με ρώτησε και ήταν ολοφάνερο ότι είχε καταλάβει τις προθέσεις μου.

- Να μη σε νοιάζει εσένα!

- Δεν πιστεύω να σχεδιάζεις τίποτα καταδύσεις άνευ επιστροφής;

- Άφησέ με, σε παρακαλώ. Κάνε μου τη χάρη. Δεν έχω όρεξη για κουβέντα. Θέλω να μείνω μόνος μου.

- Να μείνεις μόνος σου στην άκρη της γέφυρας, έχει καλώς. Να μείνεις μόνος σου στου ποταμού τον πάτο, δε μου φαίνεται και τόσο καλή ιδέα.

- Αν ήξερες, ψιθύρισα. Αν ήξερες…

- Τι συνέβη;

- Κάτι… κάτι που δεν το χωράει ο νους σου.

- Πότε; Πού;

- Πριν από λίγο. Στη σκέπη της καρβουναποθήκης.

- Δεν πήγε καλά η συνάντηση;

- Αν πήγε καλά… γέλασα πικρά. Μας την είχανε στημένη, Μουτζούρη… Σκότωσαν βάναυσα, χωρίς λόγο και αιτία, ποιος ξέρει πόσους γάτους! Έχασα τον Κοψονούρη, τον καλύτερό μου φίλο. Έχασα το κουράγιο μου… Έχασα την εμπιστοσύνη μου στους ανθρώπους. Όλα τα έχω χάσει. Ακόμα και την αγατούλα μου… Αρκετά. Φτάνει πια. Αντίο. Και μ’ αυτά τα λόγια πήδηξα στα σκοτεινά νερά, δηλαδή σχεδόν πήδηξα, γιατί ο Μουντζούρης πρόλαβε και με άρπαξε την τελευταία στιγμή από τον σβέρκο. Με κοίταξε κατάματα.

- Δεν θα το ’θελε ο Κοψονούρης να πας έτσι.

- Τι θα ήθελε;

- Να ζήσεις. Να σωθείς. Να τον θυμάσαι. Να εκδικηθείς τον άδικο χαμό του. Να σώσεις κι άλλους αν μπορείς. Όσους μπορείς.

- Μα τι μπορώ να κάνω, Μουτζούρη; Πες μου! Τι μπορώ να κάνω μόνος μου;

- Δεν είσαι μόνος σου. Όταν μια γάτα κινδυνεύει, κινδυνεύουν όλες. Όταν μια γάτα απειλείται, απειλούνται όλες. Μαύρες και άσπρες, γκρίζες και κόκκινες. Ό,τι χρώμα, ό,τι σουλούπι και να ’χουν! Δεν είχε άδικο. Τα λόγια του μου έδωσαν κουράγιο. Πιάσαμε σιγά σιγά την κουβέντα. Μιλούσαμε για πολλή ώρα καθισμένοι στο πέτρινο παράπετο της γέφυρας. Του είπα τον πόνο μου. Μου είπε και τον δικό του. Ζούσε μέχρι πρόσφατα σε ένα σπίτι με ένα τρελούτσικο κοριτσάκι, με λακκάκια στα μάγουλα, που κυριολεκτικά τον λάτρευε. Την λέγανε Μαριλένα. Τον τάιζε με χίλιες δυο λιχουδιές, τον έπαιρνε στην αγκαλιά της, του έφτιαχνε μπαλίτσες από ασημόχαρτο για να παίζει. Οι γονείς της, όμως, όταν άρχισε ο μεγάλος κατατρεγμός, τον έδιωξαν, κι ας έκλαιγε η Μαριλένα κι ας τους εκλιπαρούσε να τον κρύψουν για να γλιτώσει.

Είδαμε ένα πεφταστέρι να βυθίζεται, σπινθηρίζοντας στο ποτάμι. Θυμήθηκα το σπινθήρισμα στα μάτια του αδικοχαμένου φίλου μου, του Κοψονούρη.

-          Έκανα μια ευχή, μου εξομολογήθηκε ο Μουντζούρης.

-          Τι ευχή;

-          Να ξαναδώ κάποτε πάλι την Μαριλένα. Μου λείπει πολύ. Δεν ξέρεις πόσο πολύ μου λείπει αυτό το κορίτσι. Λένε ότι αν κάνεις μια ευχή, όταν πέφτει ένα πεφταστέρι, η ευχή σου πραγματοποιείται…

-          Μακάρι, ευχήθηκα. Μακάρι να την ξαναδείς, Μουντζούρη. Μακάρι να σμίξεις με την Μαριλένα σου κάποια μέρα.

-          Αν με χρειαστείς, θα με βρεις στο συσσίτιο της κυρα-Ρήνης, μου είπε προτού χωρίσουμε. Εκεί συχνάζω τα μεσημέρια.(M.K.)

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------